χυτικός

χυτικός
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. -τικός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χυτικόν — χυτικός having a dissolving power masc acc sg χυτικός having a dissolving power neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοχυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοχυτική η χαλκουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτικός (< χύνω / χέω). Το επίθ. χαλκοχυτικός μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • χυτικάς — χυτικά̱ς , χυτικός having a dissolving power fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”